-
1 ἄκλαυτος
I [voice] Pass., unwept, esp. without funeral lamentation, Il.22.386, Od.11.54, Sol.21;ὤλετ' ἄκλαυτος, ἄϊστος A.Eu. 565
: c. gen.,φίλων ἄκλαυτος S.Ant. 847
: in E.Andr. 1235 Thetis says, ἐγὼ γάρ, ἣν ἄκλαυτα χρῆν τίκτειν τέκνα .., i.e. children not liable to death.II [voice] Act., unweeping, tearless,οὐδέ σέ φημι δὴν ἄκλαυτον ἔσεσθαι Od.4.494
, cf.A.Th. 696, E.Alc. 173:—in S.El. 912, = χαίρων, with impunity.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄκλαυτος
См. также в других словарях:
άκλαυτος — η, ο (Α ἄκλαυτος, ον) και άκλαυστος 1. αυτός τον οποίο δεν έχουν κλάψει, ο αθρήνητος «τόν έθαψαν άκλαυτο» «νέκυς ἄκλαυτος ἄθαπτος Πάτροκλος» Όμ. 2. εκείνος που δεν κλαίει ή δεν θρηνεί «άκλαυτο παιδί» αρχ. «οὐδὲ σὲ φημι δὴν ἄκλαυτον ἔσεσθαι» Όμ.… … Dictionary of Greek